σφαλιάρα

σφαλιάρα
η оплеуха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σφαλιάρα" в других словарях:

  • σφαλιάρα — η, Ν ισχυρό ράπισμα στο πρόσωπο, χαστούκι, δυνατό σκαμπίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sfagliaro] …   Dictionary of Greek

  • σφαλιάρα — η (λ. ιταλ.), χτύπημα στο πρόσωπο ή στο σβέρκο με την παλάμη του χεριού: Τρώει σφαλιάρες από το αφεντικό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφάλιαρος — ο, Ν [σφαλιάρα] (μεγεθύνε τού σφαλιάρα) πολύ δυνατό ράπισμα …   Dictionary of Greek

  • σφαλιαρίζω — Ν [σφαλιάρα] χαστουκίζω …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • σφάλιαρος — ο μεγεθυντικό του σφαλιάρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάπα — η (από τον ήχο φαπ), χτύπημα με την παλάμη στο σβέρκο ή το κεφάλι, καρπαζιά, σβερκιά, χαστούκι, σφαλιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούσκος — ο 1. δυνατό και ηχηρό ράπισμα, χαστούκι, μπάτσος, σφαλιάρα. 2. (ναυτ.), σφαιρικό κατασκεύασμα από σκοινί που προφυλάγει τις πλευρές του σκάφους στις προσκρούσεις του στο κρηπίδωμα ή σε άλλο σκάφος, το μπαλόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαστούκι — το γερό χτύπημα με την παλάμη στο πρόσωπο κάποιου, χαστούκισμα, σφαλιάρα, φάπα: Έφαγε ένα γερό χαστούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»